- τραπεζάρειον
- τραπεζάρειον τοмонастырская трапезная
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
τραπεζαρείο(ν) — το / τραπεζαρεῖον, ΝΜ [τραπεζάρης] η αίθουσα όπου έτρωγαν οι μοναχοί στα κοινοβιακά μοναστήρια τού μεσαίωνα … Dictionary of Greek